Κάντε κλικ στις παρακάτω εικόνες για να δείτε τα βιογραφικά των ομιλητών.
Paul Leseman
Professor of Special Education,Utrecht University, Netherlands
Ο Paul Leseman, Ph.D. είναι Καθηγητής και Διευθυντής του τομέα Ειδικής Εκπαίδευσης στη Σχολή Επιστημών της Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου της Ουτρέχτης, Ολλανδία. Μεταξύ άλλων έχει διατελέσει πρόεδρος του ολλανδικού συμβουλίου διδακτορικών προγραμμάτων στην αναπτυξιακή ψυχολογία και την εκπαίδευση. Έχει επίσης ηγηθεί μεγάλης κλίμακας ερευνητικών προγραμμάτων που επικεντρώνονται στα παιδιά από ευάλωτες κοινωνικο-οικονομικές ομάδες. Τα πιο γνωστά από αυτά είναι η μελέτη pre-COOL, τα προγράμματα CARE, ISOTIS και L2TOR. Επιπλέον, είναι μέλος της επιστημονικής ομάδας του ΟΟΣΑ για τα προγράμματα TALIS και Starting Strong, ενώ από το 2022 είναι ανώτερος ειδικός σύμβουλος της UNESCO για τα προγράμματα προσχολικής αγωγής και εκπαίδευσης. Οι δημοσιεύσεις του επικεντρώνονται σε θέματα όπως ο αναδυόμενος γραμματισμός, η διγλωσσία, οι εκτελεστικές λειτουργίες, η αυτορρύθμιση, η δημιουργικότητα και η αποτελεσματικότητα των προγραμμάτων προσχολικής εκπαίδευσης.
Professor of Special Education,
Utrecht University, Netherlands
Early childhood education and care to prevent educational inequalities – what have we learned?
Research on the effectiveness of early childhood education and care (ECEC) has accumulated over the past decades. Research increasingly also comes from non-Western countries and includes research in low-resource contexts, contributing new insights into what can be considered universal principles of effective ECEC and what could (and should) be adapted to local traditions, values and resources. In this presentation, topical issues will be addressed such as what kind of skills should be the focus of ECEC for desired outcomes in long term, what are appropriate curricula and pedagogical approaches, is play-based learning a universal principle of developmentally appropriate pedagogy, and how can the implementation of curriculum and pedagogy in the local ECEC context be supported? A key question to be addressed is whether ‘the earlier, the better’ really holds true. The presentation will include recent results of a longitudinal cohort study in the Netherlands into the long-term effects of ECEC attendance on children’s cognitive and social-emotional development at age 12, as moderated by age of onset, intensity of use, curriculum quality and observed classroom process quality. The presentation will discuss pertinent methodological issues, in particular the need for measurement equivalence across age, bias resulting from self-selection and possible solutions based on econometric quasi-experimental methods. Finally, thoughts will be shared on how to build and govern strong ECEC systems to enhance quality, effectiveness and social impact.
Vasudevi Reddy
Professor Emerita of Developmental and Cultural Psychology, Univesrity of Portsmouth, UK
Ομότιμη Καθηγήτρια Αναπτυξιακής και Πολιτισμικής Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Portsmouth του Ηνωμένου Βασιλείου και τέως Διευθύντρια του Κέντρου Αλληλεπίδρασης, Ανάπτυξης και Διαπολιτισμικότητας. Για 3 δεκαετίες περίπου μελετά τις απαρχές και την ανάπτυξη της κοινωνικής νόησης, κυρίως σε νεαρά βρέφη, αλλά και τον ρόλο των συναισθηματικών αλληλεπιδράσεων στην κοινωνική κατανόηση. Εστιάζει σε καθημερινές μορφές αλληλεπίδρασης (όπως το πείραγμα, το χιούμορ, η αυτοπαρουσίαση και η έκφραση ντροπής), οι οποίες συχνά παραγνωρίζονται από τις θεωρίες της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας. Το βιβλίο της Πώς τα βρέφη γνωρίζουν τον Νου (Harvard University Press, 2008) υποστηρίζει ότι η απάντηση στο προαιώνιο ερώτημα της κοινωνικής κατανόησης πρέπει να αναζητηθεί στις πρώιμες συναισθηματικές αλληλεπιδράσεις. Η άποψη αυτή εγείρει περεταίρω ερωτήματα για τον ρόλο της κουλτούρας στην ανάπτυξη. Το έργο της τυγχάνει πολύ υψηλής αναγνώρισης από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα.
Professor Emerita of Developmental and
Cultural Psychology,
Feeling like a Psychologist
Psychologists are strange creatures - we study ourselves but we are told not to get emotionally involved with what (or whom) we study. So what should it feel like to be a psychologist? And, more importantly, what should - or shouldn't - psychologists actually feel?
Let me take the example of infant humour to start with. Like most psychological phenomena, engagements involving humour show how supremely fluid they are - open and sensitive to relation and context. In the first year of life, well before they can speak, infants start to clown - they seize on others' laughter and try different ways to re-elicit it. And they go further, they provoke and tease and push boundaries as far as they can go. Even earlier than humour, there are other phenomena - e.g., positive shyness within intense smiling gaze - which can astound us with their openness to emotional nuances. These sensitive inter-plays and rapid shifts of emotional action and reaction are familiar to us in adult lives too. They rely on emotional connection to exist, to survive, to be understood, even just to be seen.
How can psychologists (who are also people) stand emotionally apart from the phenomena they study, or how can they allow involvement with them and yet seek to understand them? This is an issue which has challenged us for a long time. I will use Martin Buber to address this challenge. The I-Thou and I-It ways of knowing involve profoundly different stances and have profoundly different consequences for the knower as well as for what is known. From this thinking, one answer for the psychologist is to do what ordinary folk do all the time - they ride two horses, as it were, repeatedly fluctuating between modes. The dangers, otherwise, of limiting our relations to the It mode are clear - both for the self (of the psychologist) and for a science of Psychology.
Edmund Sonuga-Barke
Professor of Developmental Psychology, Psychiatry and Neuroscience, King's College London, UK
Εdmund Sonuga-Barke: Καθηγητής Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, Ψυχιατρικής και Νευροεπιστημών στο Ινστιτούτο Ψυχιατρικής, Ψυχολογίας και Νευροεπιστημών του King’s College, Λονδίνο, Αναπληρωτής Διευθυντής του Τομέα Ψυχικής Υγείας του Παιδιού και Νευροαναπτυξιακών Διαταραχών του Κέντρου Βιοϊατρικών Ερευνών NIHR Maudsley, μέλος της Ακαδημίας Επιστημών Υγείας και επικεφαλής της συντακτικής επιτροπής του Journal of Child Psychology and Psychiatry. Τα ερευνητικά του ενδιαφέροντα εστιάζουν στις απαρχές και τις επιπτώσεις των νευροαναπτυξιακών διαταραχών και κυρίως της Διαταραχής Ελλειμματικής Προσοχής – Υπερκινητικότητας. Εφαρμόζοντας βασικές ερευνητικές μεθόδους της Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, εξετάζει τους γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες κινδύνου αλλά και τους προστατευτικούς παράγοντες που επηρεάζουν τις λειτουργίες του εγκεφάλου, με στόχο τη διαμόρφωση πιο αποτελεσματικών μεθόδων παρέμβασης. Συγκαταλέγεται στους πιο αναγνωρισμένους ερευνητές Ψυχολογίας διεθνώς.
Professor of Developmental Psychology, Psychiatry and Neuroscience,
Time to flip the ADHD paradigm?
The status and significance of attention-deficit/hyperactivity disorder (ADHD), as a neuro-developmental disorder, is increasingly contested on both scientific and ideological grounds.
Emerging research evidence challenges core assumptions on which the classical medical paradigm is premised – that ADHD is the manifestation of a singular and discrete, congenital neuro-cognitive dysfunction, categorical in structure and culturally invariant in expression.
Rather the science points to ADHD as a genuine dimension with a complex and heterogeneous neurobiology and a set of causes (genetic and environmental) that significantly overlap with other conditions.
At the same time the increasingly influential neurodiversity movement offers an alternative conceptual framework for understanding ADHD. This is built on its claim that rather than being a disorder, resulting from dysfunction, ‘ADHD’ is merely a different way of thinking and acting, of intrinsic worth, though constrained by societal structures and neurotypical expectations.
Sonuga-Barke will explore the implications of these challenges for both science and practice going forward and test the value of flipping the ADHD paradigm to shift our focus from ‘fixing’ dysfunction to accepting and supporting neuro-divergence to promote successful development.
Θεανώ Κοκκινάκη
Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας,Τμήμα Ψυχολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Θεανώ Κοκκινάκη: Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Τμήμα Ψυχολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Κρήτης. Τα ερευνητικά ενδιαφέροντά της αφορούν τα δυναμικά των αυθόρμητων αλληλεπιδράσεων νεαρών βρεφών με τους Σημαντικούς Άλλους σε διαφορετικούς πολιτισμούς καθώς και (πρόσφατα) τις συνδυαστικές επιδράσεις διαφόρων βιολογικών (μεταβλητότητα καρδιακού ρυθμού και μελατονίνης) και ψυχοκοινωνικών παραγόντων στην ανάπτυξη των βρεφών. Έχει δημοσιεύσει πάνω από 70 άρθρα και κεφάλαια σε διεθνή και ελληνικά επιστημονικά περιοδικά και βιβλία στο πεδίο της βρεφικής ανάπτυξης και της διυποκειμενικής επικοινωνίας. Έχει συμμετάσχει με πάνω από 100 εισηγήσεις σε ελληνικά και διεθνή επιστημονικά συνέδρια. Είναι κριτής και μέλος εκδοτικών επιτροπών σε περισσότερα από 40 διεθνή περιοδικά. Κατά τη διάρκεια της εκπαιδευτικής και επαγγελματικής της πορείας, έχει λάβει υποτροφίες από το Ίδρυμα Κρατικών Υποτροφιών, το Βαρδινογιάννειο Ίδρυμα, το Κοινωφελές ίδρυμα ‘Αλέξανδρος Σ. Ωνάσης’, το Ινστιτούτο Τεχνολογίας και Έρευνας και από το Lego Foundation. Κατά την παρούσα περίοδο η έρευνά της χρηματοδοτείται από το Ελληνικό Ίδρυμα Έρευνας και Καινοτομίας (ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ.).
Θεανώ Κοκκινάκη
Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας,Τμήμα Ψυχολογίας της Σχολής Κοινωνικών Επιστημών, Πανεπιστήμιο Κρήτης
Διερευνώντας τη διυποκειμενικότητα κατά την βρεφική ηλικία μέσα από
συμπεριφορικές εκφράσεις, δείκτες φυσιολογίας, ορμονικές παραμέτρους και ψυχοκοινωνικούς παράγοντες: Προς τιμήν του Colwyn Trevarthen
Η διυποκειμενικότητα προϋποθέτει την άμεση μεταβίβαση των συγκινησιακών εκφράσεων των επικοινωνιακών συντρόφων (π.χ. βρέφος-μητέρα) και βασίζεται στο χρονικό, χωρικό, φυσιολογικό και ψυχολογικό συντονισμό που λαμβάνει χώρα μεταξύ τους. Κατά την περίοδο ζωής από τη σύλληψη μέχρι την πρώτη παιδική ηλικία, οι συνδυαστικές γενετικές και περιβαλλοντικές επιδράσεις αποτελούν
κρίσιμης σημασίας περιγεννητικές παραμέτρους που σχετίζονται με την οργανογένεση, την ανάπτυξη και την προδιάθεση για ασθένειες ενώ μπορεί να αποτελέσουν επεξηγηματικούς παράγοντες για νευροαναπτυξιακές διαταραχές.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο σκοπός της ομιλίας είναι η ανάδειξη της σημασίας της διυποκειμενικότητας για την ανθρώπινη ανάπτυξη. Κατά την ομιλία θα παρουσιαστούν ευρήματα από διαπολιτισμικές και σύγχρονες πολυ-παραγοντικές διεπιστημονικές και διαχρονικές μελέτες που αφορούν διάφορες διαστάσεις της διυποκειμενικότητας κατά το πρώτο έτος της ζωής. Τα ευρήματα αφορούν: α) τη
μελέτη συμπεριφορικών εκδηλώσεων (π.χ. συγκινησιακές εκφράσεις προσώπου, απευθυνόμενη στα βρέφη ομιλία) στην ελεύθερη αλληλεπίδραση των βρεφών με διαφορετικούς Σημαντικούς Άλλους (μητέρα, πατέρα, γιαγιά κ.λπ.) λαμβάνοντας υπόψιν το ευρύτερο πολιτισμικό πλαίσιο, τη σύνθεση της οικογένειας (σειρά γέννησης βρέφους, δίδυμα/μη δίδυμα βρέφη) καθώς και το φύλο του βρέφους, β) τη
συγκριτική διερεύνηση παραμέτρων φυσιολογίας (νεογνική μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού) κατά τις μεταβατικές περιόδους από χαλάρωση σε ελεύθερη αλληλεπίδραση νεογνού-γονέα, και αντίστροφα, ανάμεσα σε τελειόμηνα και πρόωρα νεογνά, και γ) τη διερεύνηση της σχέσης ψυχοκοινωνικών (μεταγεννητική κατάθλιψη, οικογενειακή λειτουργικότητα, κοινωνική υποστήριξη, μητρική αντίληψη για τη διυποκειμενικότητα και δεσμός) και βιολογικών παραγόντων/παραγόντων
φυσιολογίας (μελατονίνη/μεταβλητότητα του καρδιακού ρυθμού) κατά τη διάρκεια
του πρώτου έτους ζωής των πρόωρων βρεφών.
Τα παραπάνω ευρήματα θα συζητηθούν σε σχέση με το σχεδιασμό προγραμμάτων πρώιμης παρέμβασης για την προαγωγή της ανάπτυξης των βρεφών και την υποστήριξη της ψυχικής ευημερίας των γονέων τους.
Νικόλαος Μακρής
Καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας στο Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης και Πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχολογικής Εταιρείας. Απόφοιτος του Τμήματος Φιλοσοφίας - Παιδαγωγικής και Ψυχολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στην Ψυχολογία από το παραπάνω Τμήμα και διδακτορικού διπλώματος στη Γνωστική Ψυχολογία από το τμήμα Ψυχολογίας του ίδιου πανεπιστημίου. Έχει σημαντικό αριθμό δημοσιεύσεων σε διεθνή περιοδικά αναγνωρισμένου κύρους και πολύ μεγάλο αριθμό ετεροαναφορών. Επίσης, έχει συμμετάσχει σε πληθώρα διεθνών και ελληνικών συνεδρίων. Είναι κύριος ερευνητικής σε χρηματοδοτούμενα ερευνητικά προγράμματα που διερευνούν την ανάπτυξη της αυτο-ενημερότητας (θεωρία του νου, μεταγνώση, συνείδηση), τη δομή και την ανάπτυξη εκτελεστικών λειτουργιών, την εννοιολογική αλλαγή καθώς και τις εφαρμογές των παραπάνω στην εκπαίδευση.
Καθηγητής Γνωστικής Ψυχολογίας, Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης
Η Γνώση Έχει Ανάγκη τη Μεταγνώση: Από τα Μικρά στα Μεγάλα Βήματα της Γνωστικής Ανάπτυξης
Η μεταγνώση, η «σκέψη για τη σκέψη», αποτελεί αναμφίβολα μία από τις πιο σημαντικές πτυχές του αναπτυσσόμενου νου. Οι πολυάριθμες έρευνες των τελευταίων δεκαετιών στο πεδίο της μεταγνώσης έχουν επικεντρωθεί κυρίως στον ρόλο της ως εργαλείου για τη βελτίωση της μάθησης. Ωστόσο, πρόσφατες μελέτες αναδεικνύουν τη μεταγνώση ως κεντρικό μηχανισμό που καθοδηγεί τη γνωστική ανάπτυξη σε κάθε αναπτυξιακό στάδιο. Η ομιλία θα επικεντρωθεί σε τρία βασικά σημεία. Αρχικά, θα συζητηθεί η πολυδιάστατη φύση της μεταγνώσης και θα υποστηριχθεί, βάσει σύγχρονων ψυχολογικών και νευροεπιστημονικών ευρημάτων, η άποψη ότι η μεταγνωστική ανάπτυξη δεν είναι ούτε ενιαία ούτε ένα μοναδικό επίτευγμα. Στη συνέχεια, θα εξεταστεί η θεωρία των αναπτυξιακών προτεραιοτήτων, μια σύγχρονη θεωρία για τη γνωστική ανάπτυξη, η οποία υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο, από τη βρεφική ηλικία έως την ενηλικίωση, πτυχές της μεταγνωστικής ενημερότητας προετοιμάζουν το έδαφος για την ανάπτυξη διαφόρων γνωστικών διεργασιών, όπως οι εκτελεστικές λειτουργίες, η γλώσσα, η συλλογιστική και τα εξειδικευμένα πεδία σκέψης. Ιδιαίτερη έμφαση θα δοθεί στις θεωρητικές προεκτάσεις των σχετικών εμπειρικών δεδομένων, σε μια προσπάθεια περαιτέρω αποσαφήνισης της άποψης ότι η μεταγνώση λειτουργεί ως εργαλείο για την αναπαραστασιακή επαναπεριγραφή, μια διαδικασία που αυξάνει την ευελιξία και τη δυνατότητα χειρισμού της γνώσης που είναι αποθηκευμένη στον νου, μετατρέποντας τις πληροφορίες σε πιο ρητή και κατανοητή γνώση. Τέλος, μέσα από μία κριτική επισκόπηση των υπαρχουσών θεωριών, θα προταθούν νέες προσεγγίσεις για την ενίσχυση της μεταγνώσης, με σκοπό την προώθηση της προσανατολισμένης στο μέλλον μάθησης, η οποία επιδιώκει να προετοιμάσει το άτομο για τις προκλήσεις ενός συνεχώς μεταβαλλόμενου κόσμου.
Ζαΐρα Παπαληγούρα
τ. Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης
Η Ζαΐρα Παπαληγούρα γεννήθηκε το 1951 στην Αθήνα. Είναι Διδάκτωρ Ψυχολογίας (Ph.D) του Πανεπιστημίου του Εδιμβούργου. Εργάστηκε με ζευγάρια που αντιμετωπίζουν προβλήματα υπογονιμότητας και από το 2002-2018 ήταν Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Το συγγραφικό και ερευνητικό της έργο επικεντρώνεται σε θέματα που αφορούν κυρίως την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την υιοθεσία, τις σχέσεις γονέων – παιδιών και τη συναισθηματική ανάπτυξη των παιδιών. To 2013 δημοσιεύτηκε το βιβλίο της «Νέες διαδρομές μητρότητας». Έχει μια κόρη.
τ. Καθηγήτρια Αναπτυξιακής Ψυχολογίας,
Μεγαλώνοντας σε μια μη συμβατική οικογένεια
Η δομή της οικογένειας έχει αλλάξει δραματικά τα τελευταία 40 χρόνια. Οι αλλαγές αυτές οφείλονται στην εξέλιξη της τεχνολογίας, στην αλλαγή της νομοθεσίας, σε πολλά κράτη, επιτρέποντας το γάμο ομόφυλων, αλλά και στη μεταβολή της στάσης των πολιτών. Υπολογίζεται, ότι από τη γέννηση του πρώτου μωρού με εξωσωματική γονιμοποίηση το 1978,περισσοτερα από 8 εκατομμύρια παιδιά έχουν γεννηθεί με υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Σήμερα, μια λεσβία μπορεί να αποκτήσει παιδί με σπέρμα
δότη και ένας γκέι με δωρεά ωαρίων και παρένθετη μητρότητα. Η έρευνα γύρω από τις οικογένειες που δημιουργήθηκαν με τις νέες μορφές οικογένειας ξεκίνησε το 1970 καθώς προέκυψαν δικαστικές διαμάχες για την επιμέλεια των παιδιών εξαιτίας του σεξουαλικού προσανατολισμού γυναικών οι οποίες είχαν αποκτήσει παιδιά σε ετερόφυλες σχέσεις και στη συνέχεια αναγνωρίζοντας την ομοφυλοφιλία τους χώρισαν. Η άποψη που επικρατούσε ήταν ότι τα παιδιά που μεγάλωναν με λεσβίες βρίσκονταν σε ψυχικό κίνδυνο. Υπήρχε η πεποίθηση αφενός ότι τα παιδιά τους θα είναι ομοφυλόφιλα και αφετέρου ότι τα παιδιά για να αναπτυχθούν φυσιολογικά έχουν ανάγκη από μια μητέρα και έναν πατέρα ενώ, θα βιώνουν ρατσισμό εξαιτίας της διαφορετικότητας της οικογένειας τους. Οι μελέτες δεν έδειξαν διαφορές μεταξύ παιδιών που μεγάλωναν με διαζευγμένες λεσβίες μητέρες και παιδιών που μεγάλωναν με διαζευγμένες ετερόφυλες μητέρες. Παράλληλα, διερευνήθηκε και ο σεξουαλικός προσανατολισμός των παιδιών αυτών και δεν επιβεβαιώθηκε η άποψη ότι τα παιδιά θα ήταν σε μεγαλύτερο ποσοστό ομοφυλόφιλα. Η κριτική που ασκήθηκε στα ερευνητικά δεδομένα ήταν ότι δεν διαπιστώθηκαν διαφορές, στις δύο ομάδες παιδιών, γιατί τα παιδιά των γκέι γυναικών είχαν αποκτηθεί στο πλαίσιο μιας ετεροφυλόφιλης σχέσης. Επομένως, οι επόμενες μελέτες αφορούσαν τη σύγκριση παιδιών που είχαν αποκτηθεί από μια λεσβία μητέρα, ετερόφυλες οικογένειες καθώς και μόνες μητέρες. Όλοι είχαν αποκτήσει τα παιδιά τους με δωρεά σπέρματος. Δεν εντοπίστηκαν διαφορές στην προσαρμογή των παιδιών. Στη συνέχεια οι έρευνες επεκτάθηκαν σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης. Και πάλι η ανάπτυξη των παιδιών ήταν φυσιολογική. Λιγότερες μελέτες έχουν διεξαχθεί με γκέι πατέρες και τα παιδιά τους. Οι προκαταλήψεις κατά των ανδρών γονέων είναι ακόμη πιο ισχυρές καθώς υποστηρίζεται ότι οι πατέρες είναι λιγότερο τρυφεροί και στοργικοί από τις μητέρες και όχι επαρκείς φροντιστές των παιδιών τους. Οι προκαταλήψεις αυτές παραμένουν παρά τα ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν ότι οι μητέρες και οι πατέρες είναι εξίσου ικανοί γονείς. Τα ερευνητικά δεδομένα που αφορούν γκέι πατέρες είναι ανάλογα με εκείνα των λεσβιών μητέρων. Καθώς τα παιδιά μεγαλώνουν υπάρχει ο φόβος να υπάρχει ρατσιστική αντιμετώπιση εξαιτίας της διαφορετικής οικογένειας από την οποία προήλθαν. Πράγματι, τα παιδιά αναφέρουν ότι έχουν βιώσει τον ρατσισμό από γονείς, δασκάλους και συνομηλίκους αλλά η εικόνα των ίδιων των παιδιών για την οικογένεια τους είναι θετική.